Οι Θεσπιές κατοικήθηκαν αδιάκοπα από τα νεολιθικά χρόνια ως την ύστερη αρχαιότητα. Στη Μαγούλα ή Ράχη της Βαρβάρας, βόρεια του Κάστρου, διαπιστώθηκαν τα ίχνη της προϊστορικής εγκατάστασης. Υπήρξε σπουδαίο εμπορικό κέντρο στη μυκηναϊκή εποχή, εξαιτίας του λιμανιού της Κρεύσιδος (σημερινής Λιβαδόστρας). Από το 447 έως το 423 π.Χ., όταν οι Θηβαίοι κατέλαβαν την πόλη, οι Θεσπιές συμμετείχαν πάλι στο βοιωτικό κοινό με δυο βοιωτάρχες και ασκούσαν έλεγχο, με τα δυο κύρια λιμάνια της, στον Κορινθιακό κόλπο, την Κρεύσιδα (σημερινή Λιβαδόστρα), τις Σίφες (σημερινή Αλυκή) και σε όλη τη νοτιότερη μεσογειακή περιοχή με τις μικρότερες κώμες που εξαρτώνταν από αυτή (Εύτρηση, Λεύκτρα, Άσκρη-Κοιλάδα Μουσών, Θίσβη, Κορσιές).
Στα ιστορικά χρόνια οι Θεσπιές ήταν μια από τις σημαντικότερες πόλεις της Βοιωτίας μαζί με την Πλάταια. Η ιστορική της διαδρομή σηματοδοτήθηκε από το δημοκρατικό της πνεύμα και την έντονη αντίθεση της προς την ηγεμονική Θήβα, η οποία ήθελε με τη βία να τη θέσει κάτω από το ζυγό της. Αν και για τα γεωμετρικά χρόνια δεν υπάρχουν στοιχεία, το όνομα της πόλης συναντάται αρχικά στον Ομηρικό κατάλογο των πλοίων (Νηών Κατάλογος). Αργότερα, γύρω στα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ., όταν οι Θεσσαλοί εισέβαλλαν στη Βοιωτία, οι Θεσπιείς βρήκαν καταφύγιο στον Κερησσό, μια οχυρωμένη τοποθεσία, κοντά στις Θεσπιές. Στα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ. κυκλοφορούν τα πρώτα νομίσματα του Βοιωτικού κοινού αλλά και κάθε πόλη μεμονωμένα κόβει νομίσματα με τα αρχικά της. Η πόλη των Θεσπιών είχε δικό της νομισματοκοπείο και χάρασσε στα νομίσματά της την κεφαλή της Αφροδίτης.
Στα χρόνια των Μηδικών πολέμων, η πόλη των Θεσπιών έχει ενεργό ρόλο. Από όλους τους Βοιωτούς μόνο οι Θεσπιείς και οι Πλαταιείς πολέμησαν εναντίον των Περσών. Ξακουστή στην ιστορία παραμένει η συμμετοχή των 700 Θεσπιέων στη μάχη των Θερμοπυλών (480 π.Χ), καθώς οι Θεσπιείς αρνήθηκαν να αφήσουν μόνο το Λεωνίδα, μετά την κύκλωση τους από τα στρατεύματα του Ξέρξη, και έμειναν εκεί και σκοτώθηκαν, ενώ οι υπόλοιποι οπλίτες μετά και την παρακίνηση του βασιλιά της Σπάρτης είχαν φύγει. Το γεγονός αυτό στάθηκε αιτία για τη λεηλασία της πόλης από τους Πέρσες του Ξέρξη. Η πόλη ξαναχτίστηκε με την υποστήριξη των Αθηναίων και το όνομα τους αναγράφηκε σε αναθηματικό τρίποδα στους Δελφούς.
Μετά τη μάχη του Δηλίου (424 π.χ.) το καλοκαίρι του επόμενου χρόνου, οι Θεσπιείς κατηγορήθηκαν από τους Θηβαίους για «αττικισμό» και για το λόγο αυτό η πόλη καταστράφηκε εκ θεμελίων από τη Θήβα. Στα χρόνια του Πελοποννησιακού πολέμου, οι ολιγαρχικοί Θεσπιείς συγκρατούσαν την πόλη στη συμμαχία των Θηβαίων. Το 414 π. Χ. ο δήμος στασίασε και προσπάθησε να τους ανατρέψει. Οι Θηβαίοι όμως ειδοποιήθηκαν και σπεύδοντας στις Θεσπιές, στήριξαν τους ολιγαρχικούς και ανάγκασαν τους δημοκρατικούς να εκπατριστούν στην Αθήνα. Το 387π.Χ. με την ειρήνη του Ανταλκίδα απελευθερώνονται από τη θηβαϊκή ηγεμονία. Ο βασιλιάς της Σπάρτης, Αγησίλαος, οχύρωσε τις Θεσπιές γύρω στο 378 π.Χ. Η αντιπαράθεση όμως Θηβαίων και Θεσπιών δεν είχε ακόμα τελειώσει. Λίγο πριν τη μάχη των Λεύκτρων, το 373 π.Χ., οι Θηβαίοι για να εξασθενίσουν τους Θεσπιείς κατεδάφισαν εκ νέου τα τείχη της πόλης, ενώ ο Επαμεινώνδας τους απέπεμψε από τη μάχη και εκείνοι κατέφυγαν στον Κερησσό. Μετά τη μάχη της Χαιρώνειας το 338 π.Χ. οι Θεσπιές προσχώρησαν στο Βοιωτικό Κοινό και το 335 π.Χ. συμμετείχαν στη λεηλάτηση της πόλης των Θηβών από τον Αλέξανδρο. Η διάλυση της Βοιωτικής Ομοσπονδίας το 146 π.Χ. είχε ως αποτέλεσμα την ευεργετική μεταχείριση της πόλης από τους Ρωμαίους και από τότε και στο εξής σημειώνεται μια ανοδική πορεία ως την ύστερη αρχαιότητα, όταν της παραχωρήθηκε από τον Καίσαρα το προνομιακό καθεστώς της «civitas libera et immunis” (47 π.χ).
Η Άσκρη (αναφέρεται και Άσκρα) ήταν αρχαία Βοιωτική πόλη χτισμένη στις νότιες πλαγιές του Ελικώνα, στην κοιλάδα των μουσών. Σύμφωνα με τον μύθο που μεταφέρει ο Παυσανίας, η Άσκρη χτίστηκε από τους Αλωάδες, μυθικά πρόσωπα, απόγονοι του θεού Ποσειδώνα. Οι Αλωάδες ίδρυσαν την Άσκρη με συνιδρυτή τον Οίοκλο, γιο του Ποσειδώνα και της όμορφης γυναίκας από την Βοιωτία Άσκρας, από την οποία πήρε το όνομα της και η πόλη. Η Άσκρη ήταν η πατρίδα του μεγάλου επικού ποιητή της αρχαιότητας Ησίοδου, πατέρα του διδακτικού έπους. Ο Ησίοδος αναφέρει την Άσκρη στο έργο του Έργα και Ημέραι.
Το Λεοντάρι μέχρι το 1930 ονομαζόταν Κασκαβέλι οπότε και μετονομάστηκε σε Λιοντάρι. Την νέα του ονομασία την οφείλει σε ένα άγαλμα λιονταριού που ανασκάφηκε κοντά στο χωριό και ανήκε σε τύμβο των Θεσπιέων.